Πάργα
H Πάργα
Κάστρα απόρθητα, βουλιαγμένα στο πράσινο, βραχονήσια αγκαλιασμένα με τα κύματα κι ένα ξωκλήσι ταμένο στην Παναγιά. Παραδομένα όλα στην πλούσια βλάστηση, συμπληρώνουν αυτό που όλοι έχουν στο μυαλό τους για την κλασική, την αδιαπραγμάτευτη, την άνευ όρων ομορφιά.
Τι γνώριζες αλήθεια, για την Πάργα; Αδικα προσπαθείς να θυμηθείς. Τι είχες διαβάσει, τι περίμενες; Η πρώτη εικόνα αφανίζει τα όποια ερωτήματα· σε κάνει να ξεχάσεις αυτό που έψαχνες, όσα θα ήθελες να είναι. Μένεις να κοιτάς ψηλά, το φεγγάρι να γεμίζει πάνω απ’ το ενετικό κάστρο.
Το εκκλησάκι της Παναγίας πώς λαμποκοπά μες στη βλάστηση του μικρού του νησιού. Η υγρασία φράζει το βλέμμα, απλώνεται, δεν σ’αφήνει να διακρίνεις καλά καλά τους απέναντι Παξούς. Είναι νύχτα και η ματιά στέκει στα ολοφάνερα. Δεν παρατηρείς τα φανταχτερά χρώματα των νεοκλασικών, την κίνηση στην προβλήτα, τα συναπαντήματα στην «άγκυρα», τους ψαράδες να ασφαλίζουν τα καΐκια στο λιμάνι.
H Πάργα
Μα όσα βλέπεις είναι αρκετά. Για να καταλάβεις, να σκεφτείς γιατί οι βόρειες ακτές του Ιονίου πάντα μαγνήτιζαν το δικό τους κοινό. Οσους αρέσκονται στο πράσινο των πυκνών ελαιώνων,όσους αποζητούν τη δροσιά στα δάση οπωροφόρων, αυτούς που ορκίζονται αιώνια πίστη σε πνιγμένες στα πεύκα χρυσές αμμουδιές, σε βράχους και ξωκλήσια που αιωρούνται λες σε διάφανα νερά. Νιώθεις τυχερός που ξέκλεψες ακόμα λίγο «καλοκαίρι» και η φύση συμμερίζεται τη διάθεσή σου, ο αέρας κάνει κράτει κι αυτός, η θάλασσα αστράφτει σαν γυαλί.
Δυο κάστρα σε κοιτούν από ψηλά, κιτρινωπά ερείπια της ενετικής κυριαρχίας, μάρτυρες της μετέπειτα επικράτησης του Αλή Πασά. Η Πάργα δεν κατακτήθηκε, πουλήθηκε στους Οθωμανούς, και οι κάτοικοί της τράπηκαν σε «φυγή», την εγκατέλειψαν για τη γειτονική Κέρκυρα, αυτοεξόριστοι μα ποτέ σκλαβωμένοι.
Πάντα μαζί τους και η εικόνα της «Παργινοπούλας», τους οδήγησε ακόμα μια φορά. Αυτή ήταν που πρωτοέδειξε τον δρόμο για το κάστρο (τον 14o αι.) και σιγά σιγά εξαπλώθηκαν γύρω του, άφησαν για πάντα την Παληόπαργα, το πρώτο χωριό στο οροπέδιο, πίσω από την κατάφυτη ράχη του βουνού Μπεζοβολιός.
Θα ξημερώσει και θα τους δεις. Βράχοι ριγμένοι στο πέλαγος τη φυλάνε: τα Τρία Λιθαράκια, οι Κεφτέδες, οι Παυλούκες, ο στοιχειωμένος Αϊ-Νικόλας που δεν πάντρεψε ποτέ του νύφη. Αυτούς κοιτούν από τους ξύλινους εξώστες τους οι Παργινοί, από όλες τις μεριές της αμφιθεατρικά κτισμένης πόλης. Από το Κορκοτσάκι, το Κρυονέρι, το Καμίνι, το Τουρκοπάζαρο, μέσα από τα λιγοστά εναπομείναντα «βόλτα», από τα στενά καντούνια του «ανήφορου», πλέοντας σε ημερήσια βαρκάκια που αναταράζουν τα νερά. Πόσα αποκαλύπτει το πρώτο φως.
Στης Πάργας τον ανήφορο
Σπίτια πλούσιων εμπόρων σε περιτριγυρίζουν. Μαζί με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μένουν να θυμίζουν τα θαλάσσια ταξίδια στην Τεργέστη, τα πλοία τα φορτωμένα με λάδι, υφάσματα, ξυλεία και κίτρα εβραϊκά. Υπήρχαν πολλά δέντρα παλιά, ιδίως στην Αγιά, το κεφαλοχώρι, 7 χλμ. από δω, κοντά στο ομώνυμο κάστρο.
Εκεί παρήγαν το μικροσκοπικό είδος πολυτελείας, αυτό αγόραζαν οι Ισραηλίτες ακριβά, για να τελέσουν το δικό τους μυστήριο του Πάσχα.
Τώρα τα λεμονοδάση είναι που φουντώνουν στις πλαγιές, αυτά και οι αιωνόβιες ελιές δίνουν ακόμα καρπό, και στη σκιά τους οι κάτοικοι απλώνουν δίχτυα, πλέκουν γιγάντια πέπλα, στρέμματα ολόκληρα, τα ράβουν με τη σακοράφα σφιχτά πάνω από το κεφάλι. Κάτω τους περπατάς στο μονοπάτι από το Πίσω Κρυονέρι, την πιο «προφυλαγμένη», εντός οικισμού αμμουδιά, ως το εκκλησάκι της Αγίας Ελένης. Κάθεσαι παρέα με τους περιπατητές στο ασβεστωμένο της πεζούλι, βλέπεις με γυμνό μάτι πώς μοιάζει μια αληθινή καρτποστάλ.
Να ανέβεις θες από παντού, όσα σκαλοπάτια. «Της Πάργας τον ανήφορο» του γνωστού άσματος, τη βασική δίοδο ανάμεσα σε φρούριο και λιμάνι. Να μετρήσεις όλα τα χρώματα της θάλασσας, τους κολυμβητές που ξεβράζονται στο Αμμοπούλι, βάφουν το νησάκι με βρεγμένες πατημασιές, άλλους που διαλέγουν τα κουπιά.
Πίσω από το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, το κάποτε απόρθητο οχυρό σερβίρει θέα, συνοδεία καφέ και μιας φωτογραφικής έκθεσης που δυο χρόνια τώρα συστήνει τους επισκέπτες στην «Αλλη Πάργα», την ξεχασμένη, την παλιά. Αυτή θυμούνται και οι γεροντότεροι στα καφενεδάκια πίσω από την προβλήτα, χτυπάνε πούλια στο τραπέζι- παραδόξως δεν παίζουν τάβλι, η μεσημεριανή ενασχόληση περιστρέφεται γύρω από απανωτές παρτίδες ντόμινο.
Το αρχοντικό του ευεργέτη Β. Βασιλά στέκει πίσω από την προτομή του, στην ομώνυμη πλατεία, και πλάι του οι αυλές λουλουδιάζουν, οι μυρωδιές ξεχύνονται, σε οδηγούν πιο βαθιά, σε ξασπρισμένες γειτονιές. Στους Αγίους Αποστόλους, την πιο παλιά την εκκλησιά, το σημείο από όπου ξεκινάει το αυγουστιάτικο ταξίδι της η θαυματουργή εικόνα· και πίσω του, στο μνημείο της Φυγής των Παργινών.
Ακόμα παραπέρα, στο Μουσείο Ελιάς, περιηγείσαι στα απόκρυφα του πρώτου μηχανοκίνητου ελαιοτριβείου. Μαθαίνεις πως τα λιόδεντρα είναι τόσο πυκνά γιατί οι κάτοικοι έπαιρναν επιδότηση, «6 πιάστρα στην καθεμιά», τα βάζαν σε γκρεμούς, σε χαράδρες, όπου είχε χώματα, παντού!
Αν κυκλώσεις το κάστρο περιμετρικά, ο Βάλτος θα φανεί πανοραμικά, ένας όρμος μαγικός, μια αμμουδερή παραλία και στη «μύτη» του το 15 μ. καμπαναριό της ερειπωμένης Αγίας Βλαχέρνας· αγέρωχο σύμβολο της πίστης, ξεπερνά σε ύψος όποια δέντρα. Τι υπέροχη κι ετούτη η πλευρά. Το
φρούριο της Πάργας δίχως κτίσματα, πέτρα μόνο και πουρνάρια, μόνο πράσινο και ένα απέραντο μπλε.
Νερά, μύλοι & χωριά
Αθελά σου ακολουθείς το τρενάκι που σφυρίζει καθημερινά μες στα χωράφια, χαράζει πορεία για τους νερόμυλους της Ανθούσας. Δέκα υπήρχαν μέχρι το ’50 στο φαράγγι, 10 μυλωνάδες που όριζαν τη ζωή τους γύρω από τα νερά της πηγής της Μποστανιάς. Ολοι εδώ κινούσαν για να αλέσουν. Από το Καναλάκι, το Φανάρι, όλα τα κοντινά χωριά. Ερείπια αχνοφαίνονται πίσω από γέρικα πλατάνια και ένας ολόκληρος, του Λούκα, να δουλεύει όπως παλιά.
Ακολουθείς τις ταμπέλες που οδηγούν στον καταρράκτη. Είκοσι μέτρα τον μέτρησε κάποιος, έχει ακόμα νερό, κι ένα ουράνιο τόξο στη βάση του, φτιαγμένο με ηλιαχτίδες που στριμώχνονται όπως όπως στα κλαδιά. Ο χωματόδρομος μέσα από το χωριό κατηφορίζει στο εκκλησάκι του Αϊ-Σώστη, αυτό που ονομάτισε τη μικρή ακτή. Κάποιος ψαράς σώθηκε εδώ από τα φουρτουνιασμένα κύματα και σήκωσε ιερό, ίσα που το χώρεσε στη σχισμή του βράχου.
Νερά, μύλοι & χωριά
Λίγα χιλιόμετρα βορειότερα, το γαλήνιο και οργανωμένο Σαρακήνικο γιορτάζει κάθε δειλινό με ένα ηλιοβασίλεμα. Και ο Λύχνος, πιο νότια, πανέμορφος κι αυτός. Τόσες αμμουδιές, και άλλες τόσες, τις προσεγγίζεις (ίσως ευκολότερα) με καραβάκι από την Πάργα. Οι θαλάσσιες εκδρομές καλύπτουν απόσταση περίπου 6 ν.μ., μέχρι τις εκβολές του Αχέροντα σε ταξιδεύουν, αν το θες. Ψηλά, το κάστρο της Αγιάς (ή της Ανθούσας) παρέα με τα ρώσικα κανόνια του, εποπτεύει γήινα και θαλάσσια περάσματα.
Ετσι το ήθελε το 1814 ο Αλή Πασάς, από εκεί εποφθαλμιούσε, χρόνια ολόκληρα, τη ζηλευτή του Πάργα. Ακόμα πιο ψηλά, γαντζωμένη στις πλαγιές τεσσάρων λόφων, διακρίνεις την Αγιά, το ζωντανό χωριό, αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή.
Και γι’ αυτήν άκουσες πολλά, το βλέπεις, αν το θέλει όλα τα καταφέρνει. Εχει ομορφιές, δουλειά χρειάζεται για να τις αναδείξει, κι η αλήθεια είναι πως οι διεργασίες έχουν ήδη ξεκινήσει. «Η άνοιξη είναι για μας η καλύτερη εποχή», διατείνεται ο Γιάννης Λέκκας, ιδιοκτήτης μιας υπέροχης ημιορεινής «Οασης».
Ολες οι εποχές έχουν τη χάρη τους σε έναν τόπο που έχει να προσφέρει πολλά. Μονοπάτια που σβήνουν σε ρεματιές, σε περνούν από ένα 300 ετών δίτοξο γεφύρι, από καταρράκτες και στον οικισμό με την άπλετη θέα, συναντάς γυναίκες με χρυσά μαντίλια στα μαλλιά, που φτιάχνουν κρεατόπιτες σε χαρές και λύπες.
Τα μαθαίνεις όλα από τα μέλη του πολιτιστικού της συλλόγου. Από τη Λίτσα Θεοδοσίου-Αλεξίου, τον Τάκη και τη Φρόσω Νάνου, την εκπρόσωπο του Συλλόγου Γυναικών. Δυο χρόνια τώρα, με όλα καταπιάνονται. Με το λαογραφικό τους μουσείο, με βιβλία που θα εκδώσουν για την ιστορία και την παράδοση της Αγιάς, με τα πανηγύρια του Ιουλίου, την αναπαράσταση του Αγιώτικου Γάμου και άλλα πολλά. Προσπαθούν, σύσσωμοι, να διασώσουν όσα ψήγματα ιστορίας μπορούν, γι’ αυτούς το κάνουν και για τα παιδιά τους.
Να τος και ο Ιωάννης Θεοδοσίου, ένας από τους τρεις κτηνοτρόφους του χωριού. Ντύθηκε τσέλιγκας να μας προϋπαντήσει, να μας μιλήσει αρβανίτικα, να μας πει για τους Τούρκους που δεν ρίζωσαν ποτέ εδώ. Να κάτσει μαζί μας στο αγνάντι, να μας δείξει τη θέα «τους», στο κάστρο και στη θάλασσα. Στη Λευκάδα, στους Παξούς και τη Λευκίμμη, στην παράδοση και σε όλα τα φυσικά κάλλη ενός τόπου ευλογημένου, που, όπως δήλωσαν πολλοί, ένα είναι το αδιαμφισβήτητο: «την ομορφιά του, την έχει»!